- εριοστεπτος
- ἐριόστεπτοςἐριό-στεπτος2увитый шерстью
(κλάδοι Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κλάδοι Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εριόστεπτος — ἐριόστεπτος, ον (Α) ο στεφανωμένος με μαλλί («ἐριοστέπτοισι κλάδοισιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έριο( ν) + στεπτός (< στέφω)] … Dictionary of Greek
ἐριοστέπτοισι — ἐριόστεπτος wreathed in wool masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έριο — το (AM ἔριον Α ιων. τ. εἴριον) 1. το τρίχωμα που καλύπτει το δέρμα τών ζώων και ιδιαίτερα τού προβάτου, το μαλλί 2. (κατ’ επέκτ.) το φυτικό έριο, το χνούδι μερικών φυτών που μοιάζει με το ζωικό έριο αρχ. φρ. α. συνεκδ. «ἔριον τῆς ἀράχνης» ο ιστός … Dictionary of Greek